ὅμευνος
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ον,
A sleeping together, partner of the bed, both of the man and woman, Maiist.3, AP7.735 (Damag.), Nic.Th.131, Man.3.148.
German (Pape)
[Seite 330] von gemeinschaftlichem Lager, zusammenschlafend, Gatte, Gattinn, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ὅμευνος: -ον, ὁ ὁμοῦ κοιμώμενος, μετέχων τῆς αὐτῆς εὐνῆς ἢ κοίτης, ἐπί τε τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἐπὶ τῆς γυναικός, Νικ. Θηρ. 131, Ἀνθ. Π. 7, 735, Μανέθων 3. 148.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage sa couche avec un autre, époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, εὐνή.
Greek Monotonic
ὅμευνος: -ον (εὐνή), σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, λέγεται και για άντρα και για γυναίκα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὅμευνος: ὁ и ἡ супруг, супруга Anth.