ὅμευνος

From LSJ
Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμευνος Medium diacritics: ὅμευνος Low diacritics: όμευνος Capitals: ΟΜΕΥΝΟΣ
Transliteration A: hómeunos Transliteration B: homeunos Transliteration C: omevnos Beta Code: o(/meunos

English (LSJ)

ον,

   A sleeping together, partner of the bed, both of the man and woman, Maiist.3, AP7.735 (Damag.), Nic.Th.131, Man.3.148.

German (Pape)

[Seite 330] von gemeinschaftlichem Lager, zusammenschlafend, Gatte, Gattinn, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμευνος: -ον, ὁ ὁμοῦ κοιμώμενος, μετέχων τῆς αὐτῆς εὐνῆς ἢ κοίτης, ἐπί τε τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἐπὶ τῆς γυναικός, Νικ. Θηρ. 131, Ἀνθ. Π. 7, 735, Μανέθων 3. 148.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage sa couche avec un autre, époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, εὐνή.

Greek Monotonic

ὅμευνος: -ον (εὐνή), σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, λέγεται και για άντρα και για γυναίκα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὅμευνος: ὁ и ἡ супруг, супруга Anth.