κνεφάζω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
(κνέφας)
A cloud over, obscure, A.Ag.131 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1459] verdunkeln, Aesch. Ag. 132 μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ στόμιον Τροίας.
Greek (Liddell-Scott)
κνεφάζω: μέλλ. -άσω, (κνέφας) ἐπικαλύπτω διὰ νέφους, ἀμαυρώνω, σκοτίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 134.
French (Bailly abrégé)
obscurcir, acc..
Étymologie: κνέφας.
Greek Monolingual
κνεφάζω (Α) κνέφοις
καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζω («οἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κνεφάζω: μέλ. -άσω (κνέφας), επισκεπάζω με σύννεφα, επισκιάζω, σκοτεινιάζω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κνεφάζω: покрывать мраком, т. е. губить (στόμιον Τροίας Aesch.).