ταρβαλέος

From LSJ
Revision as of 08:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρβᾰλέος Medium diacritics: ταρβαλέος Low diacritics: ταρβαλέος Capitals: ΤΑΡΒΑΛΕΟΣ
Transliteration A: tarbaléos Transliteration B: tarbaleos Transliteration C: tarvaleos Beta Code: tarbale/os

English (LSJ)

α, ον, (τάρβος)

   A affrighted, fearful, h.Merc.165, S.Tr.957 (lyr.); τ. δάκρυα tears of distress, Max.331.    II fearful, terrible, λέων Nonn.D.25.191; Ζεύς ib.434.

German (Pape)

[Seite 1070] erschrocken, furchtsam; H. h. Merc. 165; Soph. Trach. 953.

Greek (Liddell-Scott)

ταρβᾰλέος: -α, -ον, (τάρβος) πεφοβημένος, πλήρης φόβου, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165, Σοφ. Τρ. 953· τ. δάκρυα, δάκρυα θλίψεως, Μάξιμ. π. καταρχ. 331. ΙΙ. φοβερός, τρομερός, λέων Νόνν. Δ. 25. 191.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
effrayé.
Étymologie: τάρβος.

Greek Monolingual

-α, -ον, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο
αρχ.
(με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

ταρβᾰλέος: -α, -ον, αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, πανικόβλητος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ταρβᾰλέος: 1) робкий, боязливый HH;
2) охваченный страхом, испуганный Soph.