μάνη

From LSJ
Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάνη Medium diacritics: μάνη Low diacritics: μάνη Capitals: ΜΑΝΗ
Transliteration A: mánē Transliteration B: manē Transliteration C: mani Beta Code: ma/nh

English (LSJ)

or μάνα, ἡ,

   A = μανία, Ar.Fr.816; sed leg. μάμμη or μάμμα, = μαμμία.

Greek (Liddell-Scott)

μάνη: ἢ μάνα, ἡ, = μανία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 647· πρβλ. σάλησάλα.

Greek Monolingual

(I)
μάνη, ἡ (Α)
βλ. μήνη.———————— (II)
μάνη και μάνα, ἡ (Α)
μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν- του μαίνομαι (πρβλ. -μάν-ην)].

Russian (Dvoretsky)

μάνη: (ᾰ) ἡ Arph. = μανία.