φυρμός
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
ὁ,
A mixture, confused mass, disorder, D.S.18.30, M.Ant. 12.14; φ. καὶ σύγχυσις τῶν κατὰ νόμους δικαίων D.S.36.11; ἀνθρώπων ὁμοῦ καὶ πραγμάτων Ph.Fr.33 H.: metaph., 'a pretty kettle of fish', Cic.Att.14.5.1.
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, Verwirrung, Unordnung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φυρμός: ὁ, ἀνάμιξις, σύγχυσις, ἀταξία, Διόδ. 18. 30, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φυρμός· μολυσμός, ῥύπος, μίασμα».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de mêler, de brouiller.
Étymologie: φύρω.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ φύρω
1. ανακάτεμα, σύγχυση («Πάντα ἕστηκεν ἀσύγχυτα καὶ παντός ἐλεύθερα φυρμοῡ», Μάξ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «φυρμός
μολυσμός, ῥύπος, μίασμα».
Russian (Dvoretsky)
φυρμός: ὁ φύρω смятение, беспорядок Diod.