ἀνυστικός

From LSJ
Revision as of 08:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῠστικός Medium diacritics: ἀνυστικός Low diacritics: ανυστικός Capitals: ΑΝΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anystikós Transliteration B: anystikos Transliteration C: anystikos Beta Code: a)nustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A effective, practical, Arist.Phgn.813a4; τὸ ἀ. D.H.Vett.Cens.5.2: Comp. -ώτερος Plb.8.5.3, cf. Archig. ap. Gal.8.154: Sup., [Longin.] Rh.p.182H.

German (Pape)

[Seite 267] zum Ziele führend, erfolgreich, Arist. phys siogn. 6, 44; Pol. 8, 5; auch Sp., καὶ χρήσιμος Dion. Hal. cens. vett. scriptt. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυστικός: -ή, -όν, συντελεστικός, ἀποτελεσματικός, μεγάλως συντελῶν, ταχύς, ὁρμητικός, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. - Συγκρ. - ώτερος Πολύβ. 8. 5, 3· πρβλ. ἀνυτικός.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
efectivo, práctico τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.Phgn.813a4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, εἶδος διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.Rh.p.182
subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.Imit.6.5.p.211.

Greek Monolingual

ἀνυστικός, -ή, -όν (Α) ανυστός
αποτελεσματικός, συντελεστικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυστικός: Arst., Polyb. = ἀνυστός.