πανθυμαδόν

From LSJ
Revision as of 09:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανθῡμᾰδόν Medium diacritics: πανθυμαδόν Low diacritics: πανθυμαδόν Capitals: ΠΑΝΘΥΜΑΔΟΝ
Transliteration A: panthymadón Transliteration B: panthymadon Transliteration C: panthymadon Beta Code: panqumado/n

English (LSJ)

Adv.

   A most heartily, Od.18.33.

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr erzürnt, mit ganzem Muthe, Od. 18, 33; – einmüthig, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πανθῡμᾰδόν: Ἐπίρρ., παντὶ τῷ θυμῷ, «ἄγαν ὀργίλως» (Σχόλ.) Ὀδ. Σ. 33· σχηματιθὲν ὡς τὸ ὁμοθυμαδόν. ΙΙ. πάντες συμφώνως, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait en colère, avec fureur.
Étymologie: πᾶν, θυμός, -δον.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. μσν. με τη συμφωνία όλων
αρχ.
ολόψυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θυμός + επιρρμ. κατάλ. -αδόν, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πάνθυμος (πρβλ. ομο-θυμαδόν)].

Russian (Dvoretsky)

πανθῡμᾰδόν: adv. весьма сердито, крайне злобно (ὀκριᾶσθαι Hom.).