κανθύλη
παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
English (LSJ)
ἡ,
A swelling, tumour, A.Fr.220.
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, Geschwulst, Geschwür, Aesch. frg. 197.
Greek (Liddell-Scott)
κανθύλη: ἡ, οἴδημα, πρήξιμον, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 216.
Greek Monolingual
κανθύλη, ἡ (Α)
εξόγκωμα, οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. gund «έλκος» και το γοτθ. gunds «έλκος». Στην περίπτωση αυτή όμως το αρχικό θ. θα πρέπει να ήταν είτε αρχικό κονθ-, είτε μεταπτωτικό καθ- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -η-) με ανάπτυξη του -ν- εκ τών υστέρων (πρβλ. λαγχ-άνω < θ. λαχ-, χανδ-άνω < θ. χαδ-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική προέλευση της λ. οπότε συνδέεται πιθ. με τα κάνθων, κανθός. Η άποψη αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].
Russian (Dvoretsky)
κανθύλη: ἡ опухоль, нарыв Aesch.