πολύχαρμος
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
ον, (χάρμη)
A very warlike, AP5.201 (Asclep. or Posidipp.).
German (Pape)
[Seite 676] sehr kriegerisch, Asclepiads. 29 (V, 202).
Greek (Liddell-Scott)
πολύχαρμος: -ον, (χάρμη) λίαν πολεμικός, φιλοπόλεμος, Ἀνθ. Π. 5. 202.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ πολεμικός, φιλοπόλεμος («νικήσασα κέλητι Φιλαινίδα τὴν πολύχαρμον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαρμος (< χάρμη «χαρά της μάχης»), πρβλ. μενέ-χαρμος].
Russian (Dvoretsky)
πολύχαρμος: весьма воинственный Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύχαρμος -ον [πολύς, χάρμη] oorlogszuchtig.