καταιθαλόω

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιθᾰλόω Medium diacritics: καταιθαλόω Low diacritics: καταιθαλόω Capitals: ΚΑΤΑΙΘΑΛΟΩ
Transliteration A: kataithalóō Transliteration B: kataithaloō Transliteration C: kataithaloo Beta Code: kataiqalo/w

English (LSJ)

   A burn to ashes, δόμους . . καταιθαλώσω A.Fr.160; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ E.Supp.640; Μίμαντα πυρί Id.Ion 215 (lyr.); σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ar.Av.1242, cf. 1248; γαῖαν Lyc.1376: metaph., of love, καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινά Ar. Av.1261:—Pass., [Τροίας] πυρὶ κατῃθαλωμένης E.Tr.60; ὑπ' ἀσβόλου κατῃθαλωμένος all burnt and sooty, Luc.DDeor.5.4, cf. Artem.2.10; ἱερῶν-ουμένων Hp.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 1350] ganz zu Ruß, zu Asche brennen; δόμους Aesch. frg. 148; Ar. Av. 1242. 1248; übertr., entflammen, 1261; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ Eur. Suppl. 640; Ion 215; πόλεως πυρὶ κατῃθαλωμένης Troad. 60; γαῖαν Lycophr. 1376; in Prosa, Luc. D. D. 5, 4 ὑπὸ τῆς ἀσβόλου κατῃθαλωμένος, mit Ruß geschwärzt; Artemid. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καταιθᾰλόω: κατακαίω, μεταβάλλω εἰς αἰθάλην, δόμους… καταιθαλώσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 157· ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ Εὐρ. Ἱκέτ. 640· σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1242, πρβλ. 1248· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινὰ αὐτόθι 1261.― Παθητ., Τροίας πυρὶ κατῃθαλωμένης Εὐρ. Τρῳ. 60· ὑπ’ ἀσβόλου κατῃθαλωμένος, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 5. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 noircir de fumée, de suie, acc.;
2 réduire en fumée, en cendres.
Étymologie: κατά, αἰθαλόω.

Greek Monotonic

καταιθᾰλόω: μέλ. -ώσω, κάνω στάχτη, κατακαίω, σε Ευρ., Αριστοφ. — Παθ., (Τροίας), πυρὶ κατῃθαλωμένης, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αιθαλόω tot as verbranden:; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ... καθαιθαλοῖ die Zeus met zijn bliksem verbrandde Eur. Suppl. 640; ὑπὸ τῆς ἀσβόλου κατῃθαλωμένον zwart van het roet Luc. 79.8.4; overdr. van liefde:. οὔκουν... καθαιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινά; wil je niet een jonge man in vuur en vlam zetten? Aristoph. Av. 1261.