κροκονητική

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκονητική Medium diacritics: κροκονητική Low diacritics: κροκονητική Capitals: ΚΡΟΚΟΝΗΤΙΚΗ
Transliteration A: krokonētikḗ Transliteration B: krokonētikē Transliteration C: krokonitiki Beta Code: krokonhtikh/

English (LSJ)

(sc. τέχνη), ἡ, (

   A κρόκη 1.1) the art of spinning the woof, opp. στημονονητική, Pl.Plt.283a.

German (Pape)

[Seite 1512] ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.

Greek Monolingual

κροκονητική, ἡ (Α)
η τέχνη της κλώσης του υφαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «υφάδι» + -νητική (< νέω [II] «κλώθω»), πρβλ. στημονο-νητική].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκονητική -ῆς, ἡ [κρόκη, νέω] de kunst van het spinnen van de inslagdraad.