πολύρρην
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ηνος, (ἀρήν)
A rich in lambs, Carm.Naupact.2 (EGFp.199K.): dat.sg. -ρρηνι Hsch. (-ρρήνη cod.): nom. pl. -ρρηνες, ἄνδρες Il.9.154,296, Hes.Fr.134.3, cf. Theoc. 25.117: the older dat. of πολύρρην ( Πολύ-ϝρην) is πολύαρνι (from *πολύ-ϝṛνι) Il.2.106 (-ϝρην is to -ϝṛν-ι as πατήρ to πατρ-ί).
French (Bailly abrégé)
ηνος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui est riche en agneaux, p. suite en troupeaux.
Étymologie: πολύς, *ῥήν.
English (Autenrieth)
and πολύρρηνος (ϝρην, ϝάρνα): rich in sheep, Il. 9.154 and 296.
Greek Monolingual
-ηνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αμάρτυρος τ. ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρρην -ηνος [πολύς, ἀρήν] dat. πολύαρνι, rijk aan lammeren.