κτηματικός

From LSJ
Revision as of 10:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηματικός Medium diacritics: κτηματικός Low diacritics: κτηματικός Capitals: ΚΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ktēmatikós Transliteration B: ktēmatikos Transliteration C: ktimatikos Beta Code: kthmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A possessed of wealth, opulent, Plb.5.93.6, D.S. 18.10, Plu.Sol.14; οἱ κ., = Lat. possessores, App.BC1.12.    II belonging to an estate or farm, γεωργοί POxy.136.18 (vi A.D.); τὰ τῶν κ. ἔργα PFlor.161.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1519] vermögend, begütert; Pol. 5, 93, 6; Plut. Sol. 14 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτηματικός: -ή, -όν, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πολύβ. 5. 93, 6, Πλουτ. Σόλ. 14· οἱ κτ. οἱ παρὰ Ρωμ. possessores, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a de la fortune, riche.
Étymologie: κτῆμα.

Greek Monolingual

και χτηματικός, -ή, -ό (AM κτηματικός, -ή, -όν) κτήμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία»)
νεοελλ.
φρ. «Κτηματική Τράπεζα» — τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. κτηματικός
αυτός που έχει περιουσία, ιδίως αγροτικά κτήματα, κτηματίας, γαιοκτήμονας («εἰσφέρειν ᾤοντο δεῑν τοὺς κτηματικοὺς το τρίτον μέρος τῆς γῆς εἰς τήν... ἀναπλήρωσιν», Πολ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτηματικός -ή -όν [κτῆμα] rijk, welvarend.