προσκηδής

From LSJ
Revision as of 10:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκηδής Medium diacritics: προσκηδής Low diacritics: προσκηδής Capitals: ΠΡΟΣΚΗΔΗΣ
Transliteration A: proskēdḗs Transliteration B: proskēdēs Transliteration C: proskidis Beta Code: proskhdh/s

English (LSJ)

ές, (κῆδος)

   A bringing into alliance or kindred, ξεινοσύνη Od.21.35: but perh. kindly, as in A.R.3.588.    II connected by marriage, τινι Hdt.8.136; προσκηδέες kinsfolk, AP7.444 (Theaet.), A.R.4.717 (but perh. careworn).

German (Pape)

[Seite 769] ές, 1) verwandt, vertraut machend, ξεινοσύνη, Od. 21, 35, nach Andern vorsorglich, liebevoll. – 2) verwandt, verschwägert, τινί, Her. 8, 136; Ap. Rh. 3, 388.

Greek (Liddell-Scott)

προσκηδής: -ές, (κῆδος), πρόξενος οἰκειότητος καὶ στενῆς φιλίας, ξεινοσύνης προσκυδέος «κηδεμονικῆς» (Εὐστ.), Ὀδ. Φ. 35 πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 588. ΙΙ. συγγενὴς πρός τινα, τινι Ἡρόδ. 8. 136· προσκηδέες, οἱ συγγενεῖς, Ἀνθ. Π. 7. 444.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se préoccupe de, attentif, diligent;
2 uni par la parenté à, τινι.
Étymologie: πρός, κῆδος.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που προκαλεί οικειότητα και στενή φιλία
2. ο λεπτός στους τρόπους και ο ευγενικός στη συμπεριφορά
3. συγγένεια από αγχιστεία
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκηδέες
οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα, συγγένεια»), πρβλ. ἀπο-κηδής)].

Greek Monotonic

προσκηδής: -ές (κῆδος),
I. αυτός που προξενεί οικειότητα και στενή φιλία, σε Ομήρ. Οδ.
II. συγγενής, συγγενικός, τινί, σε Ηρόδ.· προσκηθέες, οι συγγενείς, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκηδής -ές [πρός, κῆδος] hartelijk:. ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος het begin van hartelijke gastvriendschap Od. 21.35. verwant:. ὅτι οἱ προσκηδέες οἱ Πέρσαι ἦσαν omdat hij familiebanden met de Perzen had Hdt. 8.136.1.