καθηδυπαθέω

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηδῠπᾰθέω Medium diacritics: καθηδυπαθέω Low diacritics: καθηδυπαθέω Capitals: ΚΑΘΗΔΥΠΑΘΕΩ
Transliteration A: kathēdypathéō Transliteration B: kathēdypatheō Transliteration C: kathidypatheo Beta Code: kaqhdupaqe/w

English (LSJ)

   A squander in luxury or revelling, τοὺς δαρεικούς X. An.1.3.3; τὰς εὐπορίας D.H.20.8; τὸν Χρόνον κ. καὶ ἀναλίσκειν Plu. Ant.28; τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς κ. Luc.DMort.12.6: abs., Ph.2.106,357, Alciphr.1.21.

German (Pape)

[Seite 1284] verschwelgen, verprassen; Geld, Xen. An. 1, 3, 3; καὶ ἀναλίσκειν τὸν χρόνον Plut. Anton. 28; τοὺς τοῦ πολέμου καιρούς Luc. D. Mort. 12, 7.

Greek (Liddell-Scott)

καθηδῠπαθέω: ἀσωτεύω, δαπανῶ τι εἰς ἡδονὰς καὶ πολυτέλειαν, δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ ἴδιον κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ’ οὐδὲ καθηδυπάθησα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3· τὸν χρόνον καθ. καὶ ἀναλίσκειν Πλουτ. Ἀντών. 28· τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς καθ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre dans la mollesse ou les plaisirs sa fortune ou son temps.
Étymologie: κατά, ἡδυπαθέω.

Greek Monotonic

καθηδῠπᾰθέω: μέλ. -ήσω, ξοδεύω σε απολαύσεις, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, σε Ξεν., Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ηδυπαθέω verspillen, verkwisten.