συναριστεύω

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰριστεύω Medium diacritics: συναριστεύω Low diacritics: συναριστεύω Capitals: ΣΥΝΑΡΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: synaristeúō Transliteration B: synaristeuō Transliteration C: synaristeyo Beta Code: sunaristeu/w

English (LSJ)

   A do brave deeds together, ἅμα τινί E.Tr.804 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1004] mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰριστεύω: ἀριστεύω σύν τινι, ἅμα τινὶ Εὐρ. Τρῳ. 803.

French (Bailly abrégé)

rivaliser de bravoure avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀριστεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνᾰριστεύω: μέλ. -σω, επιτελώ γενναίες πράξεις, ανδραγαθώ από κοινού με, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰριστεύω samen (met...) heldendaden verrichten, met dat.