σπλήν

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπλήν Medium diacritics: σπλήν Low diacritics: σπλήν Capitals: ΣΠΛΗΝ
Transliteration A: splḗn Transliteration B: splēn Transliteration C: splin Beta Code: splh/n

English (LSJ)

ὁ, gen. σπληνός:—

   A milt, spleen, Hdt.2.47, Hp.VM22, Ar. Fr.506.4, Antiph.222.8; τὸν σ. ἐκβαλεῖν, of one dying with anxiety, Ar.Th.3.    2 pl. σπλῆνες, affections of the spleen, Hp.Aph.3.22.    3 αἰγὸς σ., = μολόχη, mallow, Ps.-Dsc.2.118.    II = σπληνίον 1, Hp.Off.12. (Prob. cogn. with σπλάγχνον and with Skt. plīhán-, Lat. lien, Slav. slèzena, Lith. blužnìs.)

German (Pape)

[Seite 922] ὁ, gen. σπληνός, die Milz; Her. 2, 47; πρὶν τὸν σπλῆνα κομιδῇ μ' ἐκβαλεῖν, Ar. Thesm. 3; Plat. Tim. 72 c im plur., Milzsucht. – Auch ein Verband, wie σπλήνιον.

Greek (Liddell-Scott)

σπλήν: ὁ, γεν. σπληνός· - ἡ «σπλήνα», Ἡρόδ. 2. 47, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1. 8· τὸν σπλῆνα ἐκβάλλειν, ἐπὶ τοῦ ἐκ τῆς μερίμνης καὶ στενοχωρίας ἀποθνήσκοντος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 3. 2) πληθ. σπλῆνες, πάθη, ἀσθένεια τοῦ σπληνός, Ἱππ. Ἀφ. 1248. 3. 3) αἰγὸς σπλήν, ὄνομα τῆς μαλάχης, Διοσκ. 2. 144. ΙΙ. = σπληνίον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745. (Συγγενὲς πρὸς τὸ σπλάγχνον· πρβλ. Σανσκ. plihan· Λατιν. lien· Σλαυ. slezena· Λιθ. bluznis).

French (Bailly abrégé)

σπληνός (ὁ) :
rate.
Étymologie: DELG étym. difficile dans le détail, apparenté à σπλάγχνον.

Greek Monolingual

-ηνός, ὁ, ΜΑ
βλ. σπλήνα.

Greek Monotonic

σπλήν: ὁ, γεν. σπληνός, σπλήνα, αδένας πάνω απ' το νεφρό, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπλήν σπληνός, ὁ [~ σπλάγχνον] milt:. πρὶν τὸν σπληνὰ κομιδῇ μ ’ ἐκβαλεῖν voordat ik mijn milt er helemaal uitgooi Aristoph. Th. 3. geneesk. aandoening van de milt. Hp. Aph. 3.22. kompres, drukverband. Hp. Off. 12.