παραλείφω

From LSJ
Revision as of 10:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰλείφω Medium diacritics: παραλείφω Low diacritics: παραλείφω Capitals: ΠΑΡΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: paraleíphō Transliteration B: paraleiphō Transliteration C: paraleifo Beta Code: paralei/fw

English (LSJ)

   A bedaub with ointment, τὰ βλέφαρα Ar.Ec.406 ; σιάλῳ π. τινά Arist.Rh.1407a8.

German (Pape)

[Seite 487] (s. ἀλείφω), daneben, an der Seite salben; σαυτοῦ παρ. τὰ βλέφαρα, Ar. Eccl. 406; Arist. rhet. 3, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ἀλείφω ὀλίγον, παραλείφειν τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 406· ὡς τὸ «πασαλείφω», ὁ Δημοκράτης εἴκασε τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις, ‛αἱ τῷ ψώμισμα καταπίνουσαι, τῷ σιάλῳ τὰ παιδία παραλείφουσι’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

enduire le bord de, acc. ; en gén. enduire.
Étymologie: παρά, ἀλείφω.

Greek Monolingual

Α
αλείφω λίγο, πασσαλείφω.

Greek Monotonic

παρᾰλείφω: μέλ. -ψω, επαλείφω, απλώνω αλοιφή, πασαλείφω, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰλείφω: подмазывать, обмазывать (τὰ βλέφαρα Arph.; σιάλῳ τινά Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αλείφω insmeren.