καββάς
From LSJ
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
Greek (Liddell-Scott)
καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.
Greek Monolingual
καββάς (Α)
ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.
Greek Monotonic
καββάς: Επικ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.