ψάρ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
English (LSJ)
ὁ, gen. ψᾱρός: pl. ψᾶρες: Ion. ψήρ, ψηρός, ψῆρες:—
A starling, Sturnus vulgaris, ὥς τε ψαρῶν νέφος . . ἠὲ κολοιῶν Il.17.755; ἴρηκι ἐοικὼς ὠκέϊ, ὅς τ' ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε 16.583; ψῆρες, dat. ψήρεσι, Q.S.8.387, 11.218; ψᾶρες Antiph.302 (anap.), AP9.373, Gal.6.567; Plu.2.972f mentions their being taught to speak, cf. Gell.13.21 (20).25.
German (Pape)
[Seite 1391] ψαρός, ὁ, ion. u. ep. ψήρ, der Staar; Il. 16, 583. 17, 755, das erste Mal in der epischen, das andre Mal in der gew. Form; ψᾶρες Antiphan. bei Ath. 65 e; Sp. – Von ψαίρω, eigtl. der Schnarrvogel.
Greek (Liddell-Scott)
ψάρ: ὁ, γεν. ψᾱρός· πληθ. ψᾶρες· Ἰων. ψήρ, ψηρός, ψῆρις· ― «ψαρόνι», Stornus vulgaris, συνάπτεται μετὰ τοῦ κολοιοῦ καὶ λέγεται ὅτι πέτεται κατὰ σμήνη, τῶν δ’ ὥς τε ψαρῶν νέφος ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν Ἰλ. Ρ. 755· ἵρηκι ἐοικώς ὠκέϊ, ὃστ’ ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε Π. 583· οὕτω ψῆρες, δοτ. ψήρεσι, ἀνατᾷ παρ τῷ Κοΐντῳ Σμυρν. 8. 387., 11. 218· ψᾶρες παρ’ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 30, Ἀνθ. Π. 9. 373· ὁ Πλούτ. 2. 972F λέγει ὅτι δύνανται διὰ διδασκαλίας νὰ ὁμιλῶσι, (πρβλ. 13. 20, Λοβεκ. Παραλ. 20. (Πρβλ. τὸ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς ψαρόνι· Λατ. stur-nus· Ἀρχ. Γερμ. star-a· Ἀγγλο-Σαξον. stear-a (stare, starling)· Βοημ. skorec.)
French (Bailly abrégé)
ψαρός (ὁ) :
étourneau, oiseau.
Étymologie: cf. lat. sturnus -- pour ψ‖lat. st-, cf. ψαίρω‖sternuto.
English (Autenrieth)
pl. gen. ψαρῶν, acc. ψῆρας: starling, or meadow lark, Il. 17.755 and Il. 16.583.
Greek Monotonic
ψάρ: ὁ, γεν. ψᾱρός, Ιων. ψήρ, ψηρός, ψαρόνι, ψαροπούλι, ψαροφάγος· λέγεται ότι πετά κατά σμήνη, ψηρῶν νέφος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ψάρ: ψᾱρός, эп.-ион. ψήρ, ψηρός ὁ (pl. ψᾶρες) скворец (Sturnus vulgaris) Hom., Arst., Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψάρ, ψαρός, ὁ, Ion. ψήρ, spreeuw (vogel).