προκυλίνδομαι

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκῠλίνδομαι Medium diacritics: προκυλίνδομαι Low diacritics: προκυλίνδομαι Capitals: ΠΡΟΚΥΛΙΝΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prokylíndomai Transliteration B: prokylindomai Transliteration C: prokylindomai Beta Code: prokuli/ndomai

English (LSJ)

Pass.,

   A roll forward, of the sea, Il.14.18.    II = foreg., roll at the feet of, τινος Arat.188: fut. προκυλίσομαι [ῑ] App.Ital.5.4: late pres. προκῠλίομαι, D.H.8.39; τῶν ποδῶν Onos.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Ξ. 18. ΙΙ. ὡς τὸ προκυλινδέομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, μετὰ γενικ., Ἄρατ. 188· μέλλ. προκυλίσομαι [ῑ], Ἀππ. Ἰταλ. ΙΙ, 5, 5· μετὰ μεταγενεστ. ἐνεστ. προκυλίομαι, Διον. Ἁλ. 8. 39.

French (Bailly abrégé)

rouler en avant en parl. des vagues.
Étymologie: πρό, κυλίνδω.

English (Autenrieth)

roll forward, Il. 14.18†.

Greek Monolingual

και προκυλίομαι Α
1. (για θάλασσα) κυλώ, κυματίζω προς τα εμπρός
2. προκυλινδοῡμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κυλίνδομαι / κυλίομαι «κυλιέμαι»].

Greek Monotonic

προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλιέμαι, ξετυλίγομαι μπροστά, λέγεται για κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προκῠλίνδομαι: катиться вперед: οὐ προκυλίνδεται οὐδετέρωσε Hom. (перед грозой море) не колышется ни туда ни сюда.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κυλίνδομαι voortrollen (golven).