πολύπηνος

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπηνος Medium diacritics: πολύπηνος Low diacritics: πολύπηνος Capitals: ΠΟΛΥΠΗΝΟΣ
Transliteration A: polýpēnos Transliteration B: polypēnos Transliteration C: polypinos Beta Code: polu/phnos

English (LSJ)

ον,

   A thick-woven, close-woven, φάρεα E.El.191 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] viel durchwebt, φάρεα, Eur. El. 191.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπηνος: -ον, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πυκνός, Εὐρ. Ἠλ. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu épais ; broché (tissu).
Étymologie: πολύς, πήνη.

Greek Monolingual

-ον, Α
πυκνοϋφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πηνος (< πήνη «νήμα, υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος].

Greek Monotonic

πολύπηνος: -ον (πῆμα), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή πλέξη, ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπηνος -ον [πολύς, πήνη] met dicht weefsel.