συγκελεύω

From LSJ
Revision as of 11:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκελεύω Medium diacritics: συγκελεύω Low diacritics: συγκελεύω Capitals: ΣΥΓΚΕΛΕΥΩ
Transliteration A: synkeleúō Transliteration B: synkeleuō Transliteration C: sygkeleyo Beta Code: sugkeleu/w

English (LSJ)

   A join in ordering, bidding, E.IA892 (troch.), Th.8.31.

German (Pape)

[Seite 967] (s. κελεύω), mit befehlen; Eur. I. A. 892; Thuc. 8, 31.

Greek (Liddell-Scott)

συγκελεύω: κελεύω ὁμοῦ, κτλ., Εὐρ. Ι. Α. 892, Θουκ. 8. 31.

French (Bailly abrégé)

ordonner ensemble, en même temps.
Étymologie: σύν, κελεύω.

Greek Monolingual

Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κελεύω «προστάζω»].

Greek Monolingual

Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κελεύω «προστάζω»].

Greek Monotonic

συγκελεύω: μέλ. -σω, διατάζω, προστάζω από κοινού με, σε Ευρ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κελεύω, Att. ook ξυγκελεύω mede bevelen, het bevel ondersteunen; abs.; met inf. om te.