ἀγρυξία
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
German (Pape)
[Seite 24] ἡ, (Nichtmucksen,) Verstummen, νικώμενοι ἀγρυξίᾳ δέδενται Pind. frg. 253 bei Plut. de cap. ex host. util. p. 274.
English (Slater)
ἀγρυξία
1 silence νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ silencio Pi.Fr.229, Hsch., cf. 1 γρύζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρυξία: ἡ полное молчание, мертвая тишина Pind.