δουράτεος
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A of planks or beams of wood, ἵππος δ. the wooden horse, Od.8.493,512; ὀβελοί h.Merc.121; πύργοι A.R.2.381.
German (Pape)
[Seite 663] hölzern; bei Homer zweimal, δ. ἵππος, das hölzerne Pferd von Troja, Od. 8, 493. 512, was δ. παγίς heißt Agath. 63 (IX, 152); πύργος Ap. Rh. 2, 1017, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δουράτεος: -α, -ον, ἐσχηματισμένος ἐκ σανίδων ἢ δοκῶν ξυλίνων, ἵππος δ., ὁ δούρειος καλούμενος ἵππος. Ὀδ. Θ.493, 512· ὀβελοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 121· πύργος Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1017· - ἡ Ἀττ. λέξ. εἶναι δούρειος, α, ον, Εὐρ. Τρῳ. 14, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· ἢ δούριος, Ἀριστ. Ὄρν. 1128.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de bois.
Étymologie: δόρυ.
English (Autenrieth)
(δόρυ): wooden; ἵππος, Od. 8.493, 512.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Orph.A.374, Nonn.D.36.410, Gr.Naz.Mul.Orn.166
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 hecho de madera, de madera ἵππος del caballo de Troya Od.8.493, 512, Triph.458, Q.S.12.139, 394, ὀβελοί h.Merc.121, πύργοι A.R.2.381, cf. D.P.767, AP 9.482.24 (Agath.), σκύφος Phaedim.SHell.669, δουρατέαισι φάλαγξι con rodillos de madera Orph.A.239, κλίμαξ Orph.A.374, κεραίη Nonn.D.36.410, τοῖχος Nonn.D.40.453, χηλός Nonn.Par.Eu.Io.13.29, δάμαλις Gr.Naz.l.c., οἶκος Orac.Sib.1.279, en metáf. δ. παγίς trampa de madera del caballo de Troya AP 9.152 (Agath.), de las tablillas para escribir δουρατέων πεδίων ὕπερ sobre las llanuras de madera, AP 14.45.
2 de árbol μέλι ref. la substancia dulce de un árbol, quizá el arce, Nonn.D.26.184.
3 lleno de madera ἀπήνη Q.S.6.108.
Greek Monolingual
δουράτεος, -α και -η, -ον (Α)
ξύλινος.
Greek Monotonic
δουράτεος: -α, -ον (δόρυ), αυτός που φτιάχτηκε από σανίδες ή ξύλινα δοκάρια, μαδέρια· ἵππος δ., Δούρειος, ξύλινος ίππος, σε Ομήρ. Οδ.