κατεφίσταμαι

From LSJ
Revision as of 12:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεφίσταμαι Medium diacritics: κατεφίσταμαι Low diacritics: κατεφίσταμαι Capitals: ΚΑΤΕΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: katephístamai Transliteration B: katephistamai Transliteration C: katefistamai Beta Code: katefi/stamai

English (LSJ)

   A rise up against, in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ Act.Ap.18.12.

Greek (Liddell-Scott)

κατεφίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.

French (Bailly abrégé)

se soulever contre, τινι.
Étymologie: κατά, ἐφίσταμαι.

Greek Monolingual

κατεφίσταμαι (Α)
εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῑοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»].

Greek Monotonic

κατεφίσταμαι: Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ, σηκώνομαι εναντίον κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εφίσταμαι in opstand komen:. κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ιουδαῖοι τῷ Παύλῳ eensgezind keerden de Joden zich tegen Paulus NT Act. Ap. 18.12.