λάτρευμα

From LSJ
Revision as of 12:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάτρευμα Medium diacritics: λάτρευμα Low diacritics: λάτρευμα Capitals: ΛΑΤΡΕΥΜΑ
Transliteration A: látreuma Transliteration B: latreuma Transliteration C: latrevma Beta Code: la/treuma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, S.Tr.357.    2 service paid to the gods, worship, E.IT1275 (lyr.).    II = λάτρις, slave, Id.Tr.1106 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 18] τό, der Dienst um Lohn, Dienst; οὐδ' ἐπ' Ὀμφάλῃ πόνων λατρεύματα Soph. Trach. 356; Eur. I. T. 1275. – Der Knecht, Diener, Eur. Troad. 1105.

Greek (Liddell-Scott)

λάτρευμα: τό, ἐν τῷ πληθ., ὑπηρεσία ἐπὶ μισθῷ, πόνων λατρεύματα, ἐπίπονος, ὀδυνηρὰ ὑπηρεσία, Σοφ. Τρ. 357· ― ὑπηρεσία, λατρεία εἰς τοὺς θεούς, Εὐρ. Ι. Τ. 1275. ΙΙ. = λάτρις, ὡς τὸ Λατ. servitium = servus, δοῦλος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1106.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
service de mercenaire ; p. ext. service des dieux, culte.
Étymologie: λατρεύω.

Greek Monolingual

λάτρευμα, τὸ (Α) λατρεύω
1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα
α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.)
β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.)
2. θεράπων, υπηρέτης, δούλος («ὅς με... Ἑλλάδι λάτρευμα γᾱθεν ἐξορίζει», Ευρ.).

Greek Monotonic

λάτρευμα: -ατος, τό,
I. 1. στον πληθ., μισθωτή υπηρεσία, πόνων λατρεύματα, επίπονη, οδυνηρή υπηρεσία, σε Σοφ.
2. υπηρεσία, λατρεία στους θεούς, σε Ευρ.
II. = λάτρις, μισθωτός υπηρέτης, δούλος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λάτρευμα: ατος τό1) Soph. = λατρεία 1;
2) pl. Eur. = λατρεία 2;
3) слуга, раб (λ. τινα γᾶθεν ἐξορίζειν Eur.).