κᾶπος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
Dor. for κῆπος.
English (Slater)
κᾱπος
1 plot of land, garden γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου the Olympic precinct (O. 3.24) “καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” Libya, as the land of Zeus Ammon (P. 9.53) τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας ἀειδόμενον (P. 5.24) met., of poetry, ἐξαίρετον Χαρίτων νέμοναι κᾶπον (O. 9.27)
Greek Monotonic
κᾶπος: Δωρ. αντί κῆπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κᾶπος Dor. voor κῆπος.