παραμίγνυμι
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
A v. παραμείγνυμι.
German (Pape)
[Seite 489] (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, τινί τι, Ar. Vesp. 878; Hippocr.; ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται, Plat. Rep. III, 415 c; ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, Arist. eth. 10, 7; τὴν παῤῥησίαν τῇ κολακείᾳ, Plut. Ant. 24.
Greek (Liddell-Scott)
παραμίγνυμι: καὶ -ύω, Ἰων. -μίσγω. Ἐγκαταμιγνύω, τινί τι Ἀριστοφ. Σφ. 878· τι καί τι Πλούτ. 2. 59Β· - Παθ., μεταφ., ἠδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 2. ΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., ἀναμιγνύω, προστίθημι διὰ μίξεως, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Ἡρόδ. 1. 203., 4. 61· μέλι, σμύρνην Ἱππ. 475. 46., 660. 49· στεατίου μικρὸν Ἀλέξ. Ἐρετρ. 1· - Παθ., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται Πλάτ. Πολ. 415Β.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. παραμέμιγμαι;
mêler, mélanger.
Étymologie: παρά, μίγνυμι.
Greek Monolingual
και παραμ(ε)ιγνύω Α
1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι
2. προσθέτω κάτι σε μίγμα («παραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].
Greek Monotonic
παραμίγνυμι: και -ύω, Ιων. -μίσγω, μέλ. -μίξω·
I. αναμιγνύω με, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, σε Αριστ.
II. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν, σε Ηρόδ. — Παθ., ὅτι αὐτοῖς παραμέμικται, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραμίγνυμι zie παραμείγνυμι.