παρολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source

German (Pape)

[Seite 526] u. παρολισθάνω (s. ὀλισθάνω), auf die Seite hingleiten, fallen, unvermerkt hineingleiten, -schlüpfen; εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον, Luc. pro lapsu 15 u. öfter, u. Plut., der σφαλλόμενα καὶ παρολισθαίνοντα vrbdt, Symp. 7, 2, 3.

French (Bailly abrégé)

réc. παρολισθάνω;
f. παρολισθήσω, ao.2 παρώλισθον, pf. παρωλίσθηκα;
1 glisser de côté, de travers ; fig. τινί, dans qch;
2 se glisser secrètement, fig. avec εἰς et l’acc..
Étymologie: παρά, ὀλισθαίνω.

Russian (Dvoretsky)

παρολισθαίνω: и παρολισθάνω
1) соскальзывать: τὸ σφάλμα εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον Luc. ошибка привела к счастливому исходу;
2) (о словах) случайно вырываться (π. τῷ λοιπῷ τοῦ λόγου Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ολισθαίνω en παρολισθάνω uitglijden:; ἐς τὸ πλάγιον opzij Hp. Art. 16; overdr.. εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον ik schoof naar iets beters Luc. 64.15.