περίσπλαγχνος

From LSJ
Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσπλαγχνος Medium diacritics: περίσπλαγχνος Low diacritics: περίσπλαγχνος Capitals: ΠΕΡΙΣΠΛΑΓΧΝΟΣ
Transliteration A: perísplanchnos Transliteration B: perisplanchnos Transliteration C: perisplagchnos Beta Code: peri/splagxnos

English (LSJ)

ον,

   A great-hearted, Theoc.16.56.

German (Pape)

[Seite 592] großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
courageux, magnanime.
Étymologie: περί, σπλάγχνον.

Greek Monolingual

-ον, Α
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδοςπερίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά-σπλαγχνος].

Greek Monotonic

περίσπλαγχνος: -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσπλαγχνος -ον [περί, σπλάγχνον] grootmoedig.

Russian (Dvoretsky)

περίσπλαγχνος: великодушный, благородный, мужественный Theocr.