διαπίμπλημι
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
aor. inf. -πλῆσαι,
A fill full, οἰκίας Philostr.Im.2.27; λόγων τὴν οἰκουμένην Eun.VSp.493D., cf. Nonn.D.5.194; in early writers in Pass., to be filled with, τινός Th.7.85; to be satiated or tired, διαπεπλησμένος τινός of one, And.1.125.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πίμπλημι), ganz erfüllen, Sp., τινός. – Pass., διεπλήσθη Σικελία αὐτῶν Thuc. 7, 85; dah. = überdrüssig sein, διαπεπλησμένος τινός, Andoc. 1, 125.
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. διεπλήσθην;
remplir complètement ; Pass. être complètement rempli de, gén..
Étymologie: διά, πίμπλημι.
Spanish (DGE)
I 1llenar hasta arriba, colmar c. ac. (χρυσόν) διαπλῆσαι σφῶν τὰς οἰκίας Philostr.Im.2.27, c. ac. y gen. λόγων τὴν οἰκουμένην Eun.VS 493, ἄκρα ... δύω νεοφεγγέος αἴγλης Nonn.D.22.350
•fig. cumplir, completar ἐννέα κύκλα διαπλήσασα Σελήνης habiendo cumplido los nueve ciclos lunares Nonn.D.5.194.
2 cumplir δὶς δώδεχ' ἕτη (sic) διαπλῆσας IKPolis 83.4 (imper.).
II intr. en v. med. llenarse, colmarse c. gen. πᾶσα Σικελία αὐτῶν Th.7.85
•saciarse τῶν ἄρτων D.C.72.8.5
•fig. estar harto de ταύτης (τῆς μητρός) And.Myst.125.
Russian (Dvoretsky)
διαπίμπλημι: переполнять: διεπλήσθη πᾶσα Σικελία αὐτῶν Thuc. вся Сицилия была полна ими.