ὑποτρώγω

From LSJ
Revision as of 14:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρώγω Medium diacritics: ὑποτρώγω Low diacritics: υποτρώγω Capitals: ΥΠΟΤΡΩΓΩ
Transliteration A: hypotrṓgō Transliteration B: hypotrōgō Transliteration C: ypotrogo Beta Code: u(potrw/gw

English (LSJ)

   A eat with other things, Xenoph.22.3.    II eat by way of preparation, X.Smp.4.9.    III metaph., eat away from below, τοῖχον ὑ. ποταμός Call.Epigr.45.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρώγω: μέλλ. -ξομαι, τρώγω τι ὡς τράγημα ἐν ᾧ πίνω, πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. τρώγω προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., τρώγω, φθείρω κάτωθεν, ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.

French (Bailly abrégé)

1 manger en outre;
2 manger pour s’ouvrir l’appétit;
3 fig. ronger en dessous en parl. d’un fleuve.
Étymologie: ὑπό, τρώγω.

Greek Monolingual

Α τρώγω
1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», Ξεν.)
2. τρώω πριν από το κύριο γεύμακρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.)
3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῑχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός», Καλλ.).

Greek Monotonic

ὑποτρώγω: μέλ. -ξομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έτρᾰγον· τρώω προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρώγω: 1) закусывать вначале, предварительно съедать (κρόμμυον Xen.);
2) (о реке) подмывать, подрывать (τοῖχον Anth.).