ζηλοτυπέω

From LSJ
Revision as of 14:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλοτῠπέω Medium diacritics: ζηλοτυπέω Low diacritics: ζηλοτυπέω Capitals: ΖΗΛΟΤΥΠΕΩ
Transliteration A: zēlotypéō Transliteration B: zēlotypeō Transliteration C: zilotypeo Beta Code: zhlotupe/w

English (LSJ)

   A to be jealous of, c. acc., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Pl. Smp.213d; τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ath.12.532a, cf. POxy.472.11 (ii A.D.); ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί in regard to her husband, Plu.2.267d: c. dat., emulate, ζ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Demetr.Eloc.292:—Pass., ἡ -ουμένη μεμοιχεῦσθαι Ph.1.141.    2 envy, Cic.Att.13.18.2 (Pass., ib.13.1); ζ. τινά τινος Jul.Or.5.167c.    II c.acc. rei, regard with jealous anger, τὰ γιγνόμενα Aeschin.1.58.    2 pretend to, affect, κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν Id.3.211; imitate, follow, τὴν Θάλητος δόξαν Suid. s.v. Φερεκύδης :—Pass., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς Plu.Arat.25.

German (Pape)

[Seite 1139] (nach den Atticisten hellenistisch für ζηλόω), beneiden, καὶ φθονεῖν, τινά, Plat. Conv. 213 d; κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν Aesch. 3, 211; häufiger bei Sp., wie Luc. Tim. 14; pass., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς, Gegenstand neidischer Bestrebungen, Plut. Arat. 25; eifersüchtig sein, Strat. 17 (XII, 175); τινά, auf Jem., Ath. XII, 532 a; neidisch nacheifern, τινί, Dem. Phalar. 312.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλοτῠπέω: ζηλεύω τινά, μετ’ αἰτ., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Πλάτ. Συμπ. 213D˙ τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ἀθήν. 532A˙ ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί, ὡς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς, Πλούτ. 2. 267D˙ μετὰ δοτ., ζηλοτ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Δημ. Φαλ. 292. 2) φθονῶ, εἶμαι ζηλότυπος, «ζηλεύω», Κικ. Ἀττ. 13. 13, ἐν τῷ παθ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., θεωρῶ τι μετὰ ζηλοτύπου θυμοῦ, Αἰσχίν. 9. 4. 2) προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετὴν ὁ αὐτ. 84. 15. - Παθ., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννὶς Πλούτ. Ἀράτ. 25. 3) εἶμαι ζηλωτὴς ὑπέρ τινος, τὴν ἀλήθειαν Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jalouser, envier, être jaloux de, acc..
Étymologie: ζηλότυπος.

Greek Monotonic

ζηλοτῠπέω: μέλ. -ήσω,
I. ζηλεύω κάποιον, τρέφω αισθήματα αντιζηλίας για κάποιον, συναγωνίζομαι ή αντιδικώ, με αιτ. προσ., σε Πλάτ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., αντιμετωπίζω κάτι με ζηλότυπο θυμό, σε Αισχίν.
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι· κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ζηλοτῠπέω: 1) ревностно стремиться, страстно желать (τὸν τρίβωνα καὶ τὴν πήραν Plut.);
2) относиться или смотреть с завистью, завидовать (τὰ γινόμενα Aeschin.; τινι ἐπαινομένῳ Dem.; τὰς τιμάς τινος Plut.): ζ. καὶ φθονεῖν τινα Plat. относиться к кому-л. со злобной завистью; pass. быть предметом зависти (ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς Plut.);
3) ревновать: ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί Plut. ревновать мужа к рабыне.