συμπαραινέω

From LSJ
Revision as of 14:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραινέω Medium diacritics: συμπαραινέω Low diacritics: συμπαραινέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΙΝΕΩ
Transliteration A: symparainéō Transliteration B: symparaineō Transliteration C: symparaineo Beta Code: sumparaine/w

English (LSJ)

   A join in recommending, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ar.Ra. 687; καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι S.Fr.576.    2 join in approving, Ar.Av.852 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 984] (s. αἰνέω), mit, zusammen ermahnen; Soph. frg. 14; χρηστὰ τῇ πόλει ξυμπαραινεῖν, Ar. Ran. 685; Av. 852.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραινέω: μέλλ. -έσω, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου παραινῶ, συμβουλεύω, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 687· καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι Σοφ. Ἀποσπ. 14. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἐπιδοκιάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 852.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 conseiller en même temps;
2 approuver en même temps.
Étymologie: σύν, παραινέω.

Greek Monotonic

συμπαραινέω: μέλ. -έσω, συμβουλεύω, συνιστώ από κοινού, τί τινι, σε Αριστοφ.· επιδοκιμάζω από κοινού, τι, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραινέω, Att. ξυμπαραινέω mede aanraden of adviseren, met dat. (aan) iem.; met inf.. Aristoph. Av. 852.