μυδάω

From LSJ
Revision as of 14:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠδάω Medium diacritics: μυδάω Low diacritics: μυδάω Capitals: ΜΥΔΑΩ
Transliteration A: mydáō Transliteration B: mydaō Transliteration C: mydao Beta Code: muda/w

English (LSJ)

(μύδος A)

   A to be damp, dripping, φόνου μυδώσας σταγόνας S. OT1278; μυδῶσα κηκίς Id.Ant.1008; φόνῳ μυδόωντες (v.l. -όεντες) ὀδόντες Nic. Th.308; μύροις μ. AP5.198 (Hedyl.); μυδόωσα ἀπὸ χροὸς ἔρρεε λάχνη A.R.4.1531; of ulcers, Hp.Ulc.10; [θυρεοὶ] ὑπὸ τῶν ὄμβρων . . μυδῶντες Plb.6.25.7; of the eyelids (v. sq.), Dsc.1.71,72.    II to be damp, clammy from decay, σὰρξ μυδῶσα Hp.VC15; of a corpse, S.Ant.410.

German (Pape)

[Seite 213] feucht, durchnäßt sein; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278 (φόνῳ μυδόωντες Nic. Th. 308); μυδῶσα κηκὶς μηρίων, Ant. 995; μυδῶν σῶμα, der verwesende Leichnam, 406; so bes. Sp., von zu vieler Feuchtigkeit verderben, verfaulen, Pol. 6, 25, 7; Luc. D. Mort. 14, 5; Alciphr. 3, 33; s. Ruhnk. Tim. p. 184.

Greek (Liddell-Scott)

μῠδάω: μέλλ. -ήσω, (μύδος) εἶμαι ὑγρός, κάθυγρος, διάβροχος, στάζω, φόνου μυδώσας σταγόνας Σοφ. Ο. Τ. 1278· περὶ τοῦ ἐν Ἀντ. 1008, ἴδε ἐν λέξει κηκίς· φόνῳ μυδόωντες ὀδόντες Νικ. Θηρ. 308· μύροις μ. Ἀνθ. Π. 5. 199. ΙΙ. εἶμαι ὑγρὸς ἐκ σήψεως, ἐπὶ πτώματος, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 909, Σοφ. Ἀντ. 410, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1531, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être humide, mouillé;
2 moisir ou pourrir par suite de l’humidité, se putréfier.
Étymologie: μύδος.

Greek Monotonic

μῠδάω: (μύδος), μέλ. -ήσω, είμαι μούσκεμα από την υγρασία, είμαι γλοιώδης από τη σήψη, λέγεται για πτώμα, σε Σοφ.· μυδῶσα κηκίς, γλοιώδης υγρασία, μούχλα, στον ίδ.· μυδῶσαι σταγόνες, σταγόνες που κυλούν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μῠδάω: 1) быть влажным, мокрым, струиться: φόνου μυδῶσα σταγών Soph. капля крови; μυδῶσα κηκὶς μηρίων Soph. струящийся сок бедер (жертвенного животного);
2) растекаться, т. е. разлагаться, гнить (μυδῶν σῶμα Soph.).