σολοικία

From LSJ
Revision as of 14:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σολοικία Medium diacritics: σολοικία Low diacritics: σολοικία Capitals: ΣΟΛΟΙΚΙΑ
Transliteration A: soloikía Transliteration B: soloikia Transliteration C: soloikia Beta Code: soloiki/a

English (LSJ)

ἡ,= σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.

German (Pape)

[Seite 912] ἡ, = σολοικισμός, Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.

Greek (Liddell-Scott)

σολοικία: ἡ, = σολοικισμός, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incorrection, faute.
Étymologie: σόλοικος.

Greek Monolingual

ἡ, Α σόλοικος
1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός
2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου του Αμμωνίου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σολοικία -ας, ἡ [σόλοικος] zie σολοικισμός incorrectheid, taalfout.

Russian (Dvoretsky)

σολοικία: ἡ неправильность, ошибка (ἐν τῇ ὀρχήσει Luc.).