αὐτοσχεδιαστικός

From LSJ
Revision as of 15:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσχεδιαστικός Medium diacritics: αὐτοσχεδιαστικός Low diacritics: αυτοσχεδιαστικός Capitals: ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: autoschediastikós Transliteration B: autoschediastikos Transliteration C: aftoschediastikos Beta Code: au)tosxediastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A extemporary, Arist.Po.1449a9:—also αὐτοσχεδι-αστός, όν, Alcid.Soph.16,17.

German (Pape)

[Seite 403] dasselbe, z. B. λόγος Alcidam. soph. 674, 27; Arist. poet. 4.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχεδιαστικός: -ή, -όν, ὁ αὐτοσχεδίως λεγόμενος ἤ γινόμενος, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14· ὡσαύτως -σχεδιαστός, όν, Ἀρχιδάμ. σ. 47 Bekk.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se hace sin preparación, improvisado de la tragedia y la comedia, Arist.Po.1449a9.

Greek Monolingual

αὐτοσχεδιαστικός, -ή, -ό (Α) αυτοσχεδιάζω
αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσχεδιαστικός: импровизированный Arst.