αὐτοσχεδιαστικός
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ή, όν,
A extemporary, Arist.Po.1449a9:—also αὐτοσχεδι-αστός, όν, Alcid.Soph.16,17.
German (Pape)
[Seite 403] dasselbe, z. B. λόγος Alcidam. soph. 674, 27; Arist. poet. 4.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιαστικός: -ή, -όν, ὁ αὐτοσχεδίως λεγόμενος ἤ γινόμενος, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14· ὡσαύτως -σχεδιαστός, όν, Ἀρχιδάμ. σ. 47 Bekk.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se hace sin preparación, improvisado de la tragedia y la comedia, Arist.Po.1449a9.
Greek Monolingual
αὐτοσχεδιαστικός, -ή, -ό (Α) αυτοσχεδιάζω
αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσχεδιαστικός: импровизированный Arst.