καταζάω

From LSJ
Revision as of 15:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταζάω Medium diacritics: καταζάω Low diacritics: καταζάω Capitals: ΚΑΤΑΖΑΩ
Transliteration A: katazáō Transliteration B: katazaō Transliteration C: katazao Beta Code: kataza/w

English (LSJ)

   A v. καταζῶ.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζάω), sein Leben zubringen, verleben; ἐν δ' ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ' ἀεὶ σεμνὸν βίον Eur. Ion 36; Plat. Conv. 192 b; Arist. Eth. 1, 10; Sp., ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut. Cic. 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταζάω: ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, ἐν ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ’ ἀεὶ σεμνὸν βίον Εὐρ. Ἴων 56· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 10, Πλούτ. 2. 194Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pour l’ao. et le pf., v. καταβιόω;
passer sa vie.
Étymologie: κατά, ζάω.

Greek Monotonic

καταζάω: μέλ. -ζήσω, ζω, περνώ την ζωή μου, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταζάω: проводить (свою) жизнь, жить (ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut.): κ. σεμνὸν βίον Eur. вести безупречную жизнь.