αἰνικτός
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ή, όν,
A expressed in riddles, riddling, S.OT439.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνικτός: -ή, -όν, ὁ ἐν αἰνίγμασιν ἐκπεφρασμένος, αἰνιγματώδης, Σοφ. Ο. Τ. 439.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dit à mots couverts, énigmatique.
Étymologie: αἰνίσσομαι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν dicho en enigmas αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439.
Greek Monotonic
αἰνικτός: -ή, -όν, αυτός που λέγεται με αινιγματικό τρόπο, αινιγματικός, αινιγματώδης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αἰνικτός: загадочно выраженный: αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγειν Soph. выражаться загадочно и неясно.