ἀναξιόλογος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον,
A inconsiderable, D.S.31.9.
German (Pape)
[Seite 200] nicht der Rede werth, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξιόλογος: ἀνάξιος λόγου, μηδαμινός, ἀναφέρεται ἡ λέξις ἐκ τοῦ Διοδώρου.
Spanish (DGE)
-ον carente de importancia στρατιὰ οὐκ ἀ. D.S.31.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀναξιόλογος, -ον) ἀξιόλογος
ο μη αξιόλογος, ο ανάξιος λόγου, ασήμαντος, μηδαμινός.
Russian (Dvoretsky)
ἀναξιόλογος: не стоящий слов, незначительный, ничтожный Diod.