ἀναπαιδεύω
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
A educate afresh, S.Fr.487, Ar.Eq.1099.
German (Pape)
[Seite 200] von neuem erziehen, unterrichten, Soph. frg. 434; parodirt von Ar. Equ. 1095.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαιδεύω: ἐκ νέου παιδεύω, διδάσκω, Σοφ. Ἀποσπ. 434, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1099.
French (Bailly abrégé)
instruire de nouveau ou complètement.
Étymologie: ἀνά, παιδεύω.
Spanish (DGE)
reeducar Πηλέα ... γερονταγωγῶ κἀναπαιδεύω S.Fr.487, cf. Ar.Eq.1099, ὁμιλητάς Philostr.VS 523, ἑαυτόν Philostr.VS 528.
Greek Monolingual
(Α ἀναπαιδεύω) παιδεύω
παιδεύω, μορφώνω εκ νέου.
Greek Monotonic
ἀναπαιδεύω: μέλ. -σω, εκπαιδεύω από την αρχή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπαιδεύω: перевоспитывать Soph., Arph.