ἀντιδωρέομαι

From LSJ
Revision as of 16:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδωρέομαι Medium diacritics: ἀντιδωρέομαι Low diacritics: αντιδωρέομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antidōréomai Transliteration B: antidōreomai Transliteration C: antidoreomai Beta Code: a)ntidwre/omai

English (LSJ)

   A present in return, ἀ. τινά τινι one with a thing, Hdt.2.30; τινί τι a thing to one, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο E.Hel. 159, cf. Pl.Euthphr.14e; offer instead τούτου ἐφιέμενος ἀ. ἄλλο Arist. EN1159b14.

German (Pape)

[Seite 252] dagegen schenken, vergelten, Her. 2, 80; τινί, Plat. Euthyphr. 14 e u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδωρέομαι: ἀποθ., παρέχω τι ὡς δωρεὰν ἀντὶ ἐκείνου ὅπερ ἔλαβον ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται, ἔνθα ἡ δοτ. σημαίνει τὸ πρᾶγμα, Ἡρόδ. 2. 30, Πλάτ., κτλ.· ὡσαύτως, τινί τι, πρᾶγμά τι εἴς τινα, ὡς ἀνταμοιβὴν καλῆς πράξεως, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο Εὐρ. Ἑλ. 159, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 14Ε· ματὰ τοῦ τι μόνον, οὗ γὰρ τυγχάνει τις ἐνδεὴς ὤν, τούτου ἐφιέμενος ἀντιδωρεῖται ἄλλο Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
faire don en échange ou en retour.
Étymologie: ἀντί, δωρέομαι.

Spanish (DGE)

regalar a cambio, remunerar, corresponder c. ac. de pers. y dat. de cosa ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται Hdt.2.30, αὐτὸν ... ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ γῇ I.Ap.1.110
c. dat. de pers. y ac. de cosa θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο E.Hel.159, en v. pas. ταῦτα ἐκείνοις ἀντιδωρεῖσθαι Pl.Euthphr.14e
sólo c. ac. ofrecer, dar a cambio χρήματα Pl.Lg.938a, τούτου ἐφιέμενος ἀ. ἄλλο Arist.EN 1159b14, abs. X.Cyr.5.4.32
pagar en v. pas. οὐκ ἀντεδωρήθης PBon.5.4.17 (III/IV d.C.), cf. 5.10.10
c. ac. de pers. devolver τοὺς αἰχμαλώτους Plb.1.83.8, 3.28.3.

Greek Monotonic

ἀντιδωρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., δωρίζω σε αντάλλαγμα, τινά τινι, κάποιον με κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, ἀντ. τινί τι, δωρίζω κάτι σε ανταπόδοση προς κάποιον, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδωρέομαι: дарить в ответ (τι Arst.; τινί τι Eur., Plat. и τινά τινι Her., Plat.).