ἀντιμέλλω

From LSJ
Revision as of 16:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέλλω Medium diacritics: ἀντιμέλλω Low diacritics: αντιμέλλω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΛΛΩ
Transliteration A: antiméllō Transliteration B: antimellō Transliteration C: antimello Beta Code: a)ntime/llw

English (LSJ)

   A wait and watch against one, ἀντιμελλησαι Th.3.12 (Sch. for ἀντεπι-).

German (Pape)

[Seite 255] (s. μέλλω), dagegen, ebenfalls zögern, Thuc. 3, 12, s. ἀντεπιμέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέλλω: περιμένω καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν ἐναντίον τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.

French (Bailly abrégé)

différer ou temporiser à son tour.
Étymologie: ἀντί, μέλλω.

Spanish (DGE)

demorarse a su vez Th.3.12.

Greek Monolingual

ἀντιμέλλω (Α)
περιμένω καιροφυλακτώντας εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἀντιμέλλω: μέλ. -μελλήσω, περιμένω και καιροφυλακτώ, απαρ. αορ. αʹ ἀντιμελλῆσαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμέλλω: со своей стороны медлить, в свою очередь выжидать (ἀντεπιβουλεῦσαι καὶ ἀντιμελλῆσαι Thuc.).