ἀποσκηνέω

From LSJ
Revision as of 17:05, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκηνέω Medium diacritics: ἀποσκηνέω Low diacritics: αποσκηνέω Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΕΩ
Transliteration A: aposkēnéō Transliteration B: aposkēneō Transliteration C: aposkineo Beta Code: a)poskhne/w

English (LSJ)

   A encamp apart, πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἐλλήνων X.An. 3.4.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκηνέω: κατασκηνῶ μακράν τινος, τούτου ἕνεκα πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 (ὅπερ ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ ἀποσκηνόω).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter sous une tente à part de, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.

Spanish (DGE)

acampar aparte τῶν Ἑλλήνων X.An.3.4.35.

Greek Monotonic

ἀποσκηνέω: μέλ. -ήσω, κατασκηνώνω μακριά από, μεταφέρω την κατοικία μου μακριά από, τινός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκηνέω: и ἀποσκηνόω
1) располагаться лагерем вдали (τινος Xen.);
2) жить отдельно Plut.;
3) жить далеко или находиться на (далеком) расстоянии (οὐ μακρὰν ἀ. τινος Plut.).