ἀρρυσίαστος

From LSJ
Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρῡσίαστος Medium diacritics: ἀρρυσίαστος Low diacritics: αρρυσίαστος Capitals: ΑΡΡΥΣΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: arrysíastos Transliteration B: arrysiastos Transliteration C: arrysiastos Beta Code: a)rrusi/astos

English (LSJ)

ον,

   A not carried off as a hostage, A.Supp.610; not liable to distraint, D.H.6.41.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρῡσίαστος: -ον, ὁ μὴ ἀπαχθεὶς ὡς ὅμηρος, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δουλείαν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξύν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610, Διον. Ἁλ. 6. 41, «ἀρρυσίαστον· ἄσυλον ἀνε[νε]χυρίαστον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non pris comme butin.
Étymologie: ἀ, ῥυσιάζω.

Spanish (DGE)

(ἀρρῡσίαστος) -ον
1 de pers. no tomado como rehén ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους que nosotros vivamos libres en esta tierra, no sometidos a que nos tomen nada a cambio A.Supp.610.
2 de abstr. que no se puede tomar como fianza πᾶσα δ' ἐπιτιμία πολίτου Ῥωμαίου ἀ. ἀπό τε δανείου καὶ ἄλλου παντὸς συμβολαίου D.H.6.41, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀρρυσίαστος, -ον (Α) ρυσιάζω
αυτός που δεν έχει ή είναι αδύνατον να αιχμαλωτιστεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρῡσίαστος: не захваченный в качестве заложника (ἐλεύθερος καὶ ἀ. Aesch.).