Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βλεννώδης

From LSJ
Revision as of 17:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεννώδης Medium diacritics: βλεννώδης Low diacritics: βλεννώδης Capitals: ΒΛΕΝΝΩΔΗΣ
Transliteration A: blennṓdēs Transliteration B: blennōdēs Transliteration C: vlennodis Beta Code: blennw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A slimy, mucous, Hp.Morb.2.12, Arist.HA591a26.

German (Pape)

[Seite 448] ες (mit der v. l. βλενώδης), schlammig, Arist. H. A. 8, 2; schleimig, rotzig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βλεννώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς βλέννον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ.8.2.26.

Spanish (DGE)

-ες
mucoso, viscoso Hp.Epid.4.1, Morb.2.12, Arist.HA 591a26, Mnesith.Ath.26.4, Gal.6.701.

Greek Monolingual

-ες (Α βλεννώδης) βλέννα
1. όμοιος με βλέννα
2. ανατομικό ή παθολογοανατομικό στοιχείο που έχει τη μορφή βλέννας ή παράγει βλέννα.

Russian (Dvoretsky)

βλεννώδης: 1) похожий на слизь (πολυπόδες Arst.);
2) покрытый слизью (κέφαλοι Arst.).