γειαρότης
ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight
English (LSJ)
ου, ὁ,
A plougher of earth, AP9.23 (Antip.), APl.4.94 (Arch.), etc.; of oxen, Epigr.Gr.793 (Phrygia, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 478] ὁ, dasselbe, Anth. Th. 47 (IX, 23); Archi. 27 (Plan. 94).
Greek (Liddell-Scott)
γειᾰρότης: -ου, ὁ, ὁ ἀροτριῶν τὴν γῆν, Ἀνθ. Π. 9. 23, κτλ.· ἐπὶ βοῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 793· ὡσαύτως γειᾰροτήρ, Τζέτζ. π. Ὁμ. 202.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: γῆ, ἀρόω.
Spanish (DGE)
(γειᾰρότης) -ου, ὁ
• Alolema(s): -τας MAMA 4.140.1 (Frigia III d.C.)
labrador, AP 9.23 (Antip.Thess.?), ληινόμοι γειαρόται Νεμέης AP 16.94 (Arch.), cf. Orác. en SEG 39.1377bis.3 (Hierápolis II d.C.), MAMA l.c.
Greek Monolingual
γειαρότης, ο (Α)
αυτός που οργώνει τη γη, ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γει(ο)- < γη + αρότης (< αρώ) «αυτός που οργώνει»].
Greek Monotonic
γειᾰρότης: -ου, ὁ, αυτός που οργώνει τη γη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γειᾰρότης: ου ὁ землепашец Arst.