γύψος

From LSJ
Revision as of 18:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύψος Medium diacritics: γύψος Low diacritics: γύψος Capitals: ΓΥΨΟΣ
Transliteration A: gýpsos Transliteration B: gypsos Transliteration C: gypsos Beta Code: gu/yos

English (LSJ)

ἡ,

   A chalk, Hdt.7.69, Pl.Phd.110c.    II gypsum, Thphr. Lap.64, BGU952.8 (ii/iii A. D.).    III cement, Thphr.Lap.65, Ph. Bel.79.5; ἐν γύψῳ κείμενος embedded in cement, D.S.2.10, Arr.An. 2.21.4.

German (Pape)

[Seite 512] ἡ, Kreide, Her. 7, 69; Plat. Phaed. 110 c; – Gyps, Theophr.; Rufin. 14 (V, 19).

Greek (Liddell-Scott)

γύψος: ἡ, κιμωλία γῆ, Ἡρόδ. 7. 69, Πλάτ. Φαίδωνι 110C. ΙΙ. εἶδος ἀσβέστου μετ’ ὀξέος χαλκάνθου μεμιγμένης, gypsum, Θεόφρ. Λίθ. 64 κ ἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
gypse, plâtre.
Étymologie: DELG pê emprunt sémitique -- Babiniotis aram. gassā.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Alolema(s): lat. tb. neutr. gypsum Vitr.7.3.3, Isid.Etym.16.3.9
1 yeso Hdt.7.69, Pl.Phd.110c, Hp.Nat.Mul.32, Thphr.Lap.64, Luc.Trag.160, Vitr.l.c., Paus.1.40.4, 8.22.7, 9.32.1, PLeid.X.63, Gal.17(2).164, 182, BGU 952.4, 8 (II/III d.C.), Cels.2.33.3
usado como cosmético, D.C.61.7.4, AP 5.19 (Rufin.), Nonn.D.29.274, para hacer estatuas Anecd.Helu.273.34.
2 argamasa de yeso πλίνθος ... ἐν γύψῳ κείμενος ladrillo acoplado con yeso D.S.2.10, cf. Ph.Mech.79.5, Arr.An.2.21.4.

Greek Monolingual

και ύψος, ο (AM γύψος)
συνηθισμένο θειικό ορυκτό, μεγάλης εμπορικής σημασίας, που αποτελείται από ένυδρο θειικό ασβέστιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λέξη σημιτικής προέλευσης (πρβλ. ακκαδ. gassu, αραμ. gassā «γύψος»).
ΠΑΡ. γύψινος, γυψώνω (Α -ώ)
μσν.
γυψίον
μσν.- νεοελλ.
γυψώδης
νεοελλ.
γυψάδικο, γυψάς.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. γυψοειδής, γυψοπλάστης
νεοελλ.
γυψοκάμινος, γυψόκολλα, γυψοκονία, γυψοκονίαμα, γυψόκονις, γυψόλιθος, γυψομάρμαρο, γυψοπλαστική, γυψοποιός, γυψοπώλης, γυψοσανίδα, γυψουργός, γυψωρυχείο].

Greek Monotonic

γύψος: ἡ, κιμωλία, ασβεστόλιθος, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γύψος: ἡ мел или известь Her., Plat., Anth.