δοιοτόκος

From LSJ
Revision as of 18:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοιοτόκος Medium diacritics: δοιοτόκος Low diacritics: δοιοτόκος Capitals: ΔΟΙΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: doiotókos Transliteration B: doiotokos Transliteration C: doiotokos Beta Code: doioto/kos

English (LSJ)

ον,

   A bearing twins, prob. in AP7.742 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 652] die Zwillinge geboren hat, Conj. für δυοτόκος, s. δισσοτόκος.

Greek (Liddell-Scott)

δοιοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δύο, δίδυμα, Ἀνθ. ΙΙ. 7, 742 (Jacobs δισσοτ-).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui engendre ou enfante des jumeaux.
Étymologie: δοιός, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον que pare gemelos, AP 7.742 (Apollonid.).

Greek Monolingual

δοιοτόκος, η (Α)
η διδυμοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοιοί + -τοκος < τίκτω.

Greek Monotonic

δοιοτόκος: -ον (τίκτω), αυτή που κυοφορεί δίδυμα, αυτή που γεννά δίδυμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δοιοτόκος: породивший двоих (νηδύς Anth.).